τραυματισμούς

τραυματισμούς
τραυματισμός
wounding
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • δισκοπάθεια — Πάθηση του μεσοσπονδύλιου δίσκου της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου. Οφείλεται σε αρθρίτιδες ή αρθροπάθειες των σπονδύλων ή ακόμα σε ειδική φλεγμονή (φυματιώδης σπονδυλίτιδα), οπότε διαπιστώνεται συχνά ολοκληρωτική καταστροφή ορισμένων δίσκων.… …   Dictionary of Greek

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • κομμίωση — Παθολογική έκκριση κόμμεων στα φυτά. Προσβάλλει συχνά οπωροφόρα δέντρα, όπως είναι η ροδακινιά, η βερικοκιά, η κερασιά και η δαμασκηνιά, και οφείλεται σε τραυματισμούς, σε φυσιολογικές διαταραχές, σε μεσολάβηση μυκήτων ή εντόμων. Η κ. της μουριάς …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • ματοκύλισμα — το [ματοκυλίζω] 1. αιματοχυσία, συμπλοκή που έχει ως αποτέλεσμα τραυματισμούς και φόνους («η συμπλοκή τών αεροπειρατών με την αστυνομία κατέληξε σε πραγματικό ματοκύλισμα») 2. σφαγή …   Dictionary of Greek

  • νευρίτιδα — Φλεγμονή ενός νευρικού στελέχους που προκαλείται από τραυματισμούς, όπως είναι οι πληγές, οι θλάσεις, οι συμπιέσεις του νεύρου κ.ά. Όλα τα λοιμώδη νοσήματα (τύφος, ευλογιά, διφθερίτιδα, οξεία ρευματική αρθρίτιδα, ιλαρά, γρίπη, παρωτίτιδα κ.ά.)… …   Dictionary of Greek

  • παλαιόπληγος — παλαιόπληγος, ον (Μ) αυτός που κακοπάθησε από παλιές πληγές ή από παλιούς τραυματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πληγος (< πληγή), πρβλ. αστρό πληγος] …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • φακίρης — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται στην Ινδία διάφοροι ασκητές που επιδιώκουν να κερδίσουν την αγιότητα υποβάλλοντας τον εαυτό τους σε στερήσεις. Ζουν από τις ελεημοσύνες των πιστών, δεν εργάζονται, δεν παντρεύονται και το μοναδικό ρούχο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”